μεταλλειῶν

μεταλλειῶν
μεταλλεία
searching for metals
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θορικός — Αρχαίος δήμος της Αττικής στη Λαυρεωτική. Περιλάμβανε την πεδιάδα του Θ., τον λόφο Βελλατούρι και τη χερσόνησο του Αγίου Νικολάου, με τα δύο λιμάνια, το Φραγκολίμανο (Βρυσάκι) στα Β και το Πόρτο Μανδρί στα Ν. Τα λιμάνια του Θ. χρησιμοποιούνταν… …   Dictionary of Greek

  • λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… …   Dictionary of Greek

  • κρανδαλλίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού ασβεστίου και τού αργιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. crandallite < όν. τού Μ. L. Crandall, μηχανικού μεταλλείων, + κατάλ. ite] …   Dictionary of Greek

  • κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… …   Dictionary of Greek

  • κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • λαυριακός — ή, ό 1. λαυρεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (ιστ.) τα Λαυριακά γεγονότα συνδεόμενα με την εκμετάλλευση τών μεταλλείων τού Λαυρίου που συνέβησαν κατά την περίοδο 1869 1875, συγκλόνισαν την ελληνική πολιτική ζωή και την κοινή γνώμη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”